- προλάμπω
- Α1. ακτινοβολώ, απαστράπτω2. (μτβ.) κάνω κάτι να λάμψει, προκαλώ ακτινοβολία3. ξεπερνώ κάποιον ή κάτι στη λαμπρότητα4. μτφ. φωτίζω μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.